- πετεινοῦ
- πετεινόςable to flymasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάλλαιο(ν) — το (AM κάλλαιον) νεοελλ. ανατ. έπαρμα τού ηθμοειδούς οστού, στο μέσον τού πρόσθιου κρανιακού βόθρου, πάνω στο οποίο προσφύεται η σκληρή μήνιγγα μσν. αρχ. 1. η σαρκώδης απόφυση τής κορυφής τού κεφαλιού τού πετεινού, λειρί, λοφίο 2. το σαρκώδες… … Dictionary of Greek
διμορφισμός — Η ύπαρξη δύο διαφορετικών μορφών σε άτομα του ίδιου είδους ζώων ή φυτών. Διακρίνουμε δύο κύριες κατηγορίες δ.: τον γενετικό δ., ο οποίος οφείλεται σε χαρακτηριστικά που ελέγχονται γενετικά, και τον μη γενετικό δ., που οφείλεται σε άλλους… … Dictionary of Greek
χαρχάλι — το, Ν 1. λειρί πετεινού 2. περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χαρχάλι, με αρχική σημ. «λειρί πετεινού», κατά μία άποψη, έχει προέλθει από τον τ. καρακάλλιον, υποκορ. τού καράκαλλον* «είδος κοντού ενδύματος με κουκούλα», ενώ, κατ άλλη άποψη, από τη λ.… … Dictionary of Greek
αλεκτρυοφώνιον — ἀλεκτρυοφώνιον, το (Α) το λάλημα τού πετεινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεκτρυών + φωνίον, υποκορ. τής λ. φωνή] … Dictionary of Greek
αντιλάλημα — το 1. αντήχηση, αντίλαλος 2. λάλημα πετεινού μετά από λάλημα άλλου … Dictionary of Greek
ιππαλεκτρυών — Μυθολογικό τέρας. Πρόκειται για περίεργο πλάσμα, που ήταν άλογο στο κεφάλι, στον τράχηλο, στο σώμα έως τη μέση του κορμού και στα μπροστινά πόδια και αλεκτρυών (πετεινός) στο υπόλοιπο σώμα, στα πίσω σκέλη και στην ουρά. Ο Ι. αναφέρεται στους… … Dictionary of Greek
κέντρο — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 114 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, αριστερά του ποταμού Αλιάκμονα, 30 χλμ. ΝΑ της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βεντζίου. 2.… … Dictionary of Greek
κίκιρρος — κίκιρρος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀλεκτρυών», πετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία από την κραυγή τού πετεινού] … Dictionary of Greek
κοκκυσμός — κοκκυσμός, ὁ (AM) [κοκκύζω] μσν. φωνή κότας ή πετεινού αρχ. 1. το κράξιμο τού κούκου 2. ο ήχος πολύ οξείας ανθρώπινης φωνής … Dictionary of Greek
κράξιμο — το (Μ κράξιμον) νεοελλ. 1. κραυγή, ιδίως ο κρωγμός κόρακα, πετεινού κ.λπ. 2. κάλεσμα ζώου, ιδίως όρνιθας 3. η απομίμηση τής φωνής διαφόρων θηραμάτων με τεχνητά μέσα ή όργανα από τους κυνηγούς 4. σκωπτικά επαναλαμβανόμενο επιφώνημα 5. γελοιοποίηση … Dictionary of Greek